ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Κ.ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
Πέρασαν δύο μήνες από την ψήφιση του ν. 3899/2010 (ΦΕΚ 212/τ. Α’/17.12.2010) με τίτλο «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας». Με το άρθρο 6 του ίδιου νόμου ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η με αριθμό 2010/12/ΕΕ από 16.2.2010 οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη δομή και τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων. Οι μετεγγραπτέες στο εθνικό δίκαιο τροποποιήσεις της παραπάνω οδηγίας υπήρξαν διατάξεις αυτοδύναμης εφαρμογής, ενσωματώθηκαν ως είχαν από τα κοινοτικά κείμενα και εισήγαγαν κάποιες σημαντικές καινοτομίες σε σχέση με όλα τα τεχνικά θέματα της διάρθρωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης καπνού (εισαγωγή της έννοιας της σταθμισμένης μέσης τιμής πώλησης τσιγάρων, έννοια βιομηχανοποιημένων καπνών, προσδιορισμός με βάση τις παραπάνω έννοιες της βάσης υπολογισμού του φόρου κ.τ.λ.).
Στο παραπάνω άρθρο παρείσφρησε η παρ. 4, με την οποία το Υπουργείο Οικονομικών αναπροσδιόρισε για έκτη φορά μέσα σε δύο χρόνια τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης καπνού. Η παραπάνω ρύθμιση ουδεμία σχέση είχε με την ενσωμάτωση της παραπάνω οδηγίας, αλλά αποτελούσε εθνική επιλογή στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που καταλείπεται στις εθνικές κυβερνήσεις να διαμορφώνουν τους συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης, σε ύψος ανώτερο από τα ελάχιστα κατώτατα όρια που προσδιορίζει το κοινοτικό δίκαιο.
Εάν ανατρέξει κανείς στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το αρμόδιο υπουργείο σιβυλλικά αιτιολογεί την ανάγκη τροποποίησης των συντελεστών ως ακολούθως: «..Συγκεκριμένα μειώνεται ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα από 67% σε 65% και αυξάνεται ο πάγιος φόρος από 10% σε 15%. Η διαφοροποίηση αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων στην παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων καπνού….».
Το σκεπτικό της ρύθμισης αυτής έρχεται φαινομενικά σε αντίφαση με τους διακηρυγμένους σκοπούς της παραπάνω ρύθμισης κατά τις τετραμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών, των εισαγωγέων και παραγωγών, του χονδρεμπορίου και του λιανεμπορίου. Ο σκοπός των παραπάνω διαβουλεύσεων, όπως είχε οριοθετηθεί από τον τότε αρμόδιο υφυπουργό κ. Σαχινίδη, υπήρξε η ομαλοποίηση της αγοράς μετά από την καθίζηση του κέρδους του λιανεμπορίου (περίπτερα και καταστήματα ψιλικών), κατά τρόπο που να διατηρηθούν αλώβητα τα έσοδα του κράτους και ο ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής.
Η αντίφαση αυτή πρωτίστως πλήττει την σκοπιμότητα της ίδιας της διαβούλευσης. Εάν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς υπήρξαν σε θέση να διασφαλίσουν οι ίδιες την ομαλότητά της, η διαβούλευση αυτή και η επίτευξη συμφωνίας και συνισταμένης δε θα είχαν κανένα απολύτως νόημα. Εάν η αποκατάσταση της κερδοφορίας του λιανεμπορίου υπήρξε απλό θέμα οριακής διόρθωσης των φορολογικών συντελεστών, τα απλά μαθηματικά θα ήταν επαρκή για να δοθεί η αναγκαία λύση.
Επί της ουσίας όμως ουδεμία αντίφαση υπήρξε, διότι η αποκατάσταση του κέρδους του λιανεμπορίου, παρά τις ωραιοποιήσεις, ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα προγραμματικός στόχος, αλλά πρόσχημα των παραπάνω συνομιλιών. Στόχος των συνομιλιών αυτών υπήρξε η διαμόρφωση μίας νέας ισορροπίας ανάμεσα στους κυριαρχικούς ρυθμιστικούς παράγοντες της συγκεκριμένης αγοράς, ήτοι την πολιτεία και τη βιομηχανική παραγωγή. Η ισορροπία αυτή κλονίστηκε σφοδρά από τις τελευταίες φορολογικές μεταβολές, καθώς ο καθένας από τους δύο παραπάνω κυρίαρχους παράγοντες είχε αποκλίνουσες επιδιώξεις.
Κατ’ αρχάς η αγορά καπνοβιομηχανικών προϊόντων ουδέποτε υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει ελεύθερη. Η αρχετυπική δομή μίας ελεύθερης αγοράς καπνοβιομηχανικών προϊόντων προϋποθέτει κατ’ αρχάς ελεύθερη χωρίς διακρίσεις κυκλοφορία αγαθών σε όλες τις αγορές και ελεύθερες κατά μόνας διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενους, με σκοπό τη συμφωνία όρων συναλλαγής και την εξ ολοκλήρου ελεύθερη τιμολόγηση ενός προϊόντος σε όλα τα στάδια παραγωγής και διακίνησης, με αποκλειστικό κριτήριο το επιδιωκόμενο όφελος.. Γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από ποικιλία ανταγωνιστικών μεταξύ τους σχέσεων συνεργασίας. Σε μία ελεύθερη αγορά δεν νοούνται ομοιόμορφοι όροι συναλλαγής.
Τέτοια αγορά δεν υπήρξε ποτέ ούτε βέβαια πρόκειται να υπάρξει. Ανάλογα με το βαθμό επιρροής κάθε παράγοντα στη νόθευσή της, διακρίνουμε κλιμακωτά τους ακόλουθους:
1) Η φορολογική πολιτική
Η επιβολή έμμεσης φορολογίας στο καπνοβιομηχανικό προϊόν προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμός τους όρους συναλλαγής, αφού επαυξάνει ουσιαστικά την τιμή διάθεσης και ως εκ τούτου τη διείσδυση του προϊόντος στην ίδια ή σε διαφορετικές αγορές.
Το πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία με μία σειρά οδηγιών. Σημειώνεται ότι οι οδηγίες εκ της φύσεώς τους ως νομοθετικό κείμενο θέτουν συγκεκριμένους σκοπούς, καταλείποντας στα κράτη – μέλη τη διακριτική ευχέρεια των νομοθετικών μέτρων εφαρμογής τους. Ωστόσο, η συνεχής αναβάθμιση της συνεργασίας των κρατών – μελών σε οικονομικό επίπεδο έχει επαυξήσει το φαινόμενο των οδηγιών με συγκεκριμένου περιεχομένου νομοθετικά μέτρα (διατάξεις αυτοδυνάμου εφαρμογής), τα οποία υιοθετούνται αυτούσια.
Προγραμματικοί σκοποί της παραπάνω πολιτικής, όπως εκτίθενται από τα προοίμια των οδηγιών αυτών (92/79/ΕΟΚ, 92/80/ΕΟΚ, 95/59/ΕΟΚ κ.ο.κ.) είναι α) η προστασία της δημόσιας υγείας, β) η στοιχειώδης εναρμόνιση των όρων φορολογίας σε ευρωπαϊκό κατώτατο επίπεδο, με σκοπό την αποτροπή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο.
Η κοινοτική νομοθεσία προέβλεψε, για τους λόγους αυτούς, α) ομοιόμορφη διάρθρωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε όλα τα κράτη μέλη, συνιστώμενη από ένα πάγιο στοιχείο ομοιόμορφο για όλα τα σήματα ανεξαρτήτως λιανικής τιμής, το οποίο υπολογίζεται επί της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης της σταθμισμένης μέσης τιμής πώλησης, και ένα αναλογικό στοιχείο, το οποίο εξαρτάται από την λιανική τιμή του σήματος, β) ελάχιστα επίπεδα φορολογίας σε σχέση με την μέση τιμή, γ) δυνατότητα επιβολής ελάχιστης φορολογίας (της οποίας έχει κάνει χρήση η χώρα μας), ανεξάρτητα από το φόρο που προκύπτει από το πάγιο και αναλογικό στοιχείο, ε) ομοιόμορφος εννοιολογικός προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού του φόρου (έννοια τσιγάρου, πούρου κ.ο.κ), και στ) υπαγωγή των καπνοβιομηχανικών προϊόντων στα φορολογούμενα με τον μέγιστο συντελεστή Φ.Π.Α.
Το μόνο που ποικίλλει ανάλογα με τις εθνικές ιδιαιτερότητες είναι το ύψος των συντελεστών. Σήμερα, η έμμεση φορολογία των καπνοβιομηχανικών προϊόντων στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες σε ολόκληρη των Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι η εθνική πολιτική έχει προσδιορίσει αντίστοιχα υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Οι παραπάνω κοινοτικές οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο από τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 108 του Τελωνειακού Κώδικα.
Η ειδική φορολογία κατανάλωσης επιβάλλει ευθέως όρους συναλλαγής. Στην τυπική της μορφή επιβαρύνει αποκλειστικά την τελική κατανάλωση του προϊόντος, επαυξάνοντας την λιανική τιμή με στόχο τον περιορισμό της κατανάλωσής του. Ως εκ τούτου, προσδιορίζει τη διεισδυτικότητα του προϊόντος στην αγορά, την ανταγωνιστικότητά του, την ελάχιστη λιανική του τιμή.
Κάθε καταναλωτής εκπλήσσεται όταν πληροφορείται ότι από την λιανική τιμή ενός πακέτου τσιγάρων 3,80 ΕΥΡΩ η φορολογία το 2010 έφτανε τα 3,21 ΕΥΡΩ, ενώ η εμπορική τιμή του προϊόντος είναι σημαντικά κατώτερη του ενός ΕΥΡΩ.
Εννοείται επίσης ότι κατά την τιμολόγηση του προϊόντος λαμβάνεται υπόψη η φορολογία, ώστε αυτό να μη γίνει δυσβάστακτο για τον καταναλωτή.
2) Η κρατική πολιτική οργάνωσης της αγοράς
Σε πολλά κράτη – μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης η αγορά καπνοβιομηχανικών προϊόντων οργανώνεται νομοθετικά για την εκπλήρωση σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Στην Ελλάδα η οργάνωση της αγοράς έχει συγκροτηθεί διαχρονικά σε προνοιακή βάση μέσα από σειρά νομοθετημάτων, με γνωστότερο το Ν.Δ. 1044/1971, αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά. Με το παραπάνω νομοθέτημα η λιανική διάθεση καπνοβιομηχανικών προϊόντων εκχωρείται αποκλειστικά με κλειστό αριθμό διοικητικών αδειών, ο οποίος προσδιορίζεται με πληθυσμιακά και γεωγραφικά κριτήρια, σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού και υπάγεται, πλην της συνήθους αγορανομικής, σε ευρεία διοικητική εποπτεία, με στόχο την αποδοτικότητα της άδειας για τους δικαιούχους.
Ως εκ τούτου, δεν είναι ευχερής η διεύρυνση των υποκειμένων της συγκεκριμένης αγοράς ούτε η άσκηση του επαγγέλματος σε ευρείες ομάδες επιχειρηματιών και επιχειρήσεων.
Εξίσου, ωστόσο, σημαντική πτυχή της οργάνωσης της συγκεκριμένης αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο εισάγει η διάταξη του άρθρου 9 της οδηγίας 99/59/ΕΚ, στην παράγραφο 1 εδάφιο β και γ της οποίας ορίζεται ότι: «..Οι καπνοβιομήχανοι ή, κατά περίπτωση, οι αντιπρόσωποι ή οι εντολοδόχοι τους στην Κοινότητα καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να διατεθεί στην κατανάλωση…».
Σε αντίθεση δηλαδή με τα γενικώς ισχύοντα, η διαμόρφωση της λιανικής τιμής σε κάθε στάδιο διακίνησης δεν επαφίεται στον επιχειρηματία, αλλά εκχωρείται με τρόπο εξαναγκαστό και οιονεί κανονιστικά στο βιομήχανο. Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές παρενέργειες, καθώς ο βιομήχανος ή εισαγωγές αναδεικνύεται από δεσπόζουσα θέση ως ο ρυθμιστικός παράγοντας της αγοράς, αφού μπορεί να προσδιορίζει το κέρδος του δικτύου, καθώς διαμορφώνει και την εργοστασιακή τιμή του προϊόντος, αλλά και την λιανική τιμή.
Στο πλαίσιο ερμηνείας της παραπάνω κοινοτικής διάταξης από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) έχει κριθεί με επανειλημμένες αποφάσεις ότι ο προσδιορισμός ελάχιστων τιμών λιανικής πώλησης με διοικητικά ή νομοθετικά μέτρα είναι ασύμβατος με την παραπάνω διάταξη (C-198/2008, C-197/2008 και C-221/2008). Σημειώνεται ότι οι κρινόμενες ως ασύμβατες με την κοινοτική νομοθεσία ρυθμίσεις αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση ελάχιστου περιθωρίου κέρδους για την καπνοβιομηχανία στα πλαίσια της διαμόρφωσης μηχανισμών υποχρεωτικής ελάχιστης τιμής.
Απάμβλυνση αυτής της ρύθμισης και στοιχείο ελαστικότητας εισάγεται με την πρόβλεψη δυνατότητας ορισμού ανώτερης τιμής, η οποία αποτελεί και τη βάση υπολογισμού του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Κατά την επιδίωξη του κοινοτικού νομοθέτη, καταλείπεται περιορισμένο περιθώριο διαφοροποίησης των όρων συναλλαγής σε τιμές κατώτερες της ανώτερης. Κοντολογίς, απέβλεψε στον προσδιορισμό υψηλών ανώτερων τιμών, ώστε να αφεθεί περιθώριο διαπραγμάτευσης στην αγορά. Η ρύθμιση απαγόρευσε ουσιαστικά στον λιανοπωλητή ή το χονδρέμπορο να προσδιορίζουν εκείνοι την ανώτερη τιμή, καθώς και κάθε διαπραγμάτευση για διαμόρφωση τιμής ανώτερης από την οριζόμενη. Η μέγιστη λιανική τιμή είναι η οριζόμενη από τον καπνοβιομήχανο. Η μόνη διαφοροποίηση των λιανικών τιμών μπορεί να προκύψει σε κατώτερα επίπεδα από την ανώτατη οριζόμενη.
Ωστόσο, ο Έλληνας νομοθέτης, κατά την μεταγραφή της παραπάνω διάταξης στο ελληνικό δίκαιο, δείχνει να αγνοεί το στοιχείο αυτό. Ενώ στην παράγραφο 2 του άρθρου 96 ορίζεται ότι «..2. Τιμή λιανικής πώλησης για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντα Κώδικα είναι η μέγιστη τιμή λιανικής πώλησης κάθε συγκεκριμένου προϊόντος βιομηχανοποιημένων καπνών προς τους καταναλωτές στην οποία περιλαμβάνονται και οι επιβαλλόμενοι δασμοί και φόροι..», στο άρθρο 100 λησμονεί ότι η τιμή αυτή είναι η ανώτερη ορίζοντας αυτήν ως μία και αποκλειστική: «Οι τιμές λιανικής πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών, που καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας, καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους ή από τους εντολοδόχους των καπνοβιομηχάνων των λοιπών Κρατών - Μελών που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, καθώς και από τους εισαγωγείς αυτών, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να γράφουν σε ευρώ την τιμή λιανικής πώλησης στα πακέτα ή στη μικρότερη συσκευασία που διατίθενται στη λιανική πώληση ή στις ένσημες φορολογικές ταινίες που επικολλούνται σε αυτά.
2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 υποχρεούνται δεκαπέντε (15) ημέρες τουλάχιστον πριν από κάθε μεταβολή της τιμής των προϊόντων τους ή την κυκλοφορία νέων τύπων, να δηλώνουν τούτο εγγράφως στην αρμόδια Αρχή για τη φορολογία των προϊόντων αυτών.
3. Για τους σκοπούς του παρόντα Κώδικα ως "καπνοβιομήχανος" θεωρείται κάθε πρόσωπο που μεταποιεί τον καπνό σε επεξεργασμένα προϊόντα, τα οποία προορίζονται για λιανική πώληση…».
Η αποκλειστική αυτή τιμή είναι και η αναγραφόμενη στα φορολογικά επισήματα και υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να αυξηθεί σε κάποιο στάδιο διακίνησης, είναι και το ανώτατο υποχρεωτικό από τον νόμο όριο της τιμής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ένας παράγοντας ακόμη οργάνωσης της αγοράς υπήρξε η νομοθετική κατάστρωση του λιανοπωλητή ως διεκπεραιωτή του προϊόντος στην κατανάλωση επί ελεγχομένη προμηθεία, ώστε να απαμβλυνθεί η παραπάνω ρυθμιστική Με το άρθρο 14 του νόμου 1439/1984 (Φ.Ε.Κ. 65/Α’/1984) ορίστηκε ότι «Τα κατώτατα όρια προμήθειας των εμπόρων χονδρικής ή λιανικής πώλησης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων ορίζεται σε 2,3% και 8,8% αντίστοιχα επί της τιμής λιανικής πώλησής τους». Τα θεσπιζόμενα ποσοστά βελτιώθηκαν μεταγενέστερα με τη διάταξη του άρθρου 13 του νόμου 1573/1985 σε 2,4% για τους χονδρεμπόρους και 9,1% για τους λιανοπωλητές.
Με την παραπάνω διάταξη η πολιτεία, αφού έλαβε υπόψη της τους προνοιακούς σκοπούς που εξυπηρετεί η λιανική εμπορία των καπνοβιομηχανικών προϊόντων στα πλαίσια του Ν.Δ. 1044/1971, πέτυχε να προστατεύσει το εισόδημά τους. Βασικός πυλώνας της παραπάνω ρύθμισης υπήρξε η σύνδεση της προμήθειας των διακινητών με την λιανική τιμή. Η παραπάνω επιλογή υπήρξε επιτυχής, καθώς α) μετέθετε εξ ολοκλήρου τον εμπορικό κίνδυνο της διακύμανσης των τιμών στις καπνοβιομηχανίες, οι οποίες άλλωστε προσδιορίζουν οι ίδιες τις λιανικές τιμές, αφού ο όγκος πωλήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογος των διακυμάνσεων των τιμών (αυξάνεται με μείωση της λιανικής τιμής και φθίνει με αύξηση), και β) απεξαρτούσε εντελώς την αμοιβή του διακινητή από τη διακύμανση του ειδικού φόρου κατανάλωσης καπνού. παντοδυναμία της καπνοβιομηχανίας.
Η παραπάνω διάταξη καταργήθηκε με το άρθρο 19 του νόμου 2093/1992 (παρ. 1). Η αιτιολογική έκθεση του ίδιου νόμου δικαιολογεί την κατάργησή της ως ακολούθως: «…Με την κατάργηση των διατάξεων αυτών παρέχεται η δυνατότητα καθορισμού της προμήθειας που παίρνουν οι έμποροι χονδρικής και λιανικής πώλησης, με ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των ανωτέρω εμπόρων, ο οποίος θα οδηγήσει αφ’ ενός μεν στην μείωση του κόστους των καπνοβιομηχανικών προϊόντων και αφ’ ετέρου στην καλύτερη προβολή και προώθηση των προϊόντων αυτών στην αγορά.
Με το σκεπτικό αυτό, η προμήθεια του δικτύου αντιμετωπίζεται με κυνισμό ως κόστος για τις καπνοβιομηχανίες, το οποίο πρέπει πάση θυσία να περιοριστεί.
Η ρύθμιση αυτή άφησε το περιθώριο για ένα επιπλέον ρυθμιστικό παράγοντα, τις εναρμονισμένες πρακτικές.
Δ) Οι εναρμονισμένες πρακτικές και εν γένει οι ρυθμιστικές εμπορικές πρακτικές
Από τη στιγμή που η πολιτεία αποσύρθηκε από τη διαμόρφωση ελάχιστου περιεχομένου ομοιόμορφων όρων συναλλαγής, την αντικατέστησαν εναρμονισμένες πρακτικές, όχι όμως με κριτήριο την εκπλήρωση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, αλλά τη σταδιακή αναδιανομή της αποφορολογημένης αξίας των καπνοβιομηχανικών προϊόντων σε βάρος του συναλλακτικά πιο αδύναμου.
Συγκεκριμένα, η καπνοβιομηχανία, εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά επέβαλε ομοιόμορφους όρους συναλλαγής στο δίκτυο, πραγματοποιώντας κάθετο διαχωρισμό της αποφορολογημένης αξίας (60,00)% περίπου η καπνοβιομηχανία και 40% περίπου το δίκτυο). Έτσι, το μόνο πεδίο διαπραγμάτευσης που απέμεινε υπήρξε στα πλαίσια του δικτύου.
Στη συνέχεια το χονδρεμπόριο διαμόρφωσε εναρμονισμένη πρακτική διάθεσης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων με ελάχιστους ομοιόμορφους όρους (ποσοστό 2,9% επί της λιανικής τιμής κάθε πακέτου τσιγάρων), αποκλείοντας κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Συμπερασματικά, ουδείς χώρος καταλείπεται για την αυτορρύθμιση της αγοράς σε συνθήκες ελευθερίας. Λυδία ρυθμιστική λίθος της αγοράς είναι η ισορροπία συμφερόντων πολιτείας – καπνοβιομηχανίας, καθώς και των καπνοβιομηχανιών μεταξύ τους, καθώς και η εξάλειψη κάθε προϋπόθεσης ελεύθερης διαπραγμάτευσης σε όλα τα επίπεδα της αγοράς.
Η ισορροπία αυτή εκφράστηκε με εκατέρωθεν ανταλλάγματα και βρήκε τη θεσμική της έκφραση στις διατάξεις συλλογής και απόδοσης του φόρου.
Η πολιτεία μεγιστοποιεί τους συντελεστές των φόρων προς άγραν φορολογικών εσόδων. ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζει και την παρενέργεια του φόρου στη διαμόρφωση της λιανικής τιμής και το κέρδος της καπνοβιομηχανίας. Σε ανταπόδοση, της δίνει νομοθετικά όλα τα εργαλεία να προσδιορίσει η ίδια το κέρδος της, να ορίσει η ίδια τις τιμές ώστε να διατηρηθεί η διείσδυση και ανταγωνιστικότητα του προϊόντος και να κατανείμει από δεσπόζουσα θέση με όποιον τρόπο επιθυμεί την αποφορολογημένη αξία.
Με τον τρόπο αυτό ανταμείβεται και η ίδια, καθώς διασφαλίζει την ακρίβεια, την αμεσότητα και την ταχύτητα απόδοσης του φόρου. Τόσο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, όσο και ο Φ.Π.Α. υπολογίζονται μεν επί της τελικής τιμής, όμως ενσωματώνονται απευθείας στην εργοστασιακή τιμή και αποδίδονται από την καπνοβιομηχανία. Έτσι, αποφεύγεται η επισφάλεια συλλογής του φόρου από τον κάθε λιανοπωλητή και δεν απαιτείται η συγκρότηση πολυπληθούς μηχανισμού βεβαίωσης και είσπραξής του. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη διαρκή προσφυγή της πολιτείας στον μηχανισμό αυτό όποτε αναζητούνται πρόσθετα έσοδα, διαμέσου της αύξησης των συντελεστών.
Στη συνέχεια, η καπνοβιομηχανία έχει πρόσφορο έδαφος να διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος διαθέτοντάς το στην κατώτερη δυνατή, με βάση το επιθυμητό της κέρδος, τιμή, ώστε να αποδίδει στην πολιτεία τα επιθυμητά της έσοδα και να αποκερδαίνει η ίδια τα επιθυμητά, αδιαφορώντας για την επίπτωση στο δίκτυο.
Ουσιαστική όμως παράμετρος της ισορροπίας αυτής υπήρξε η ανάλογη αύξηση της λιανικής τιμής σε κάθε αύξηση της φορολογίας.
Αυτό υπήρξε και το πεδίο σύγκρουσης πολιτείας και καπνοβιομηχανίας. Λόγω της δημοσιονομικής συγκυρίας, η πολιτεία κορύφωσε την αύξηση των συντελεστών. Η καπνοβιομηχανία αρνήθηκε να παρακολουθήσει με αύξηση της τιμής, διότι έκρινε ότι αυτό θα απέβαινε σε βάρος της διείσδυσης και της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος και επέμεινε με στασιμότητα της τιμής. Έτσι, εκμεταλλευόμενη τα ήδη υψηλά περιθώρια κερδοφορίας της, καταλόγισε με βάση τον κάθετο διαχωρισμό του δικτύου την αύξηση της φορολογίας σε βάρος των εσόδων της ίδιας, αλλά και του δικτύου, κατά την αναλογία εκάστου στα κέρδη (60%-40%). Ακολούθως, το χονδρεμπόριο μέσω της εναρμονισμένης πρακτικής του μετακύλισε το κόστος της φορολογίας που αναλογούσε στο δίκτυο σε βάρος του λιανεμπορίου.
Πεδίο λοιπόν διαφωνίας της πολιτείας με την καπνοβιομηχανία υπήρξε η αξίωση της τελευταίας για άνοδο των τιμών με στόχο την αύξηση των εσόδων. Υπό αυτήν την έννοια, επιχείρησε την αποκατάσταση της ισορροπίας χρησιμοποιώντας ως διαπραγματευτικό χαρτί την καθίζηση της προμήθειας του περιπτέρου, ώστε να διασφαλίσει μία ουσιώδη αύξηση τιμών για να πετύχει πρόσθετα έσοδα. Τέλος με την διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3899/2010, έδωσε ένα κίνητρο στην αύξηση των τιμών και ένα αντικίνητρο στην μείωσή τους, μέσω της μεγαλύτερης μείωσης της συνολικής φορολογίας στις ψηλότερες τιμές και της αύξησης του παγίου στοιχείου του φόρου.
Ουδόλως προβλημάτισε την πολιτεία ότι από κάθε τέτοια αύξηση ολίγων λεπτών θα την εκμηδενίζει η υψηλή φορολογία αρχικά και στη συνέχεια το ποσοστό κέρδους της καπνοβιομηχανίας επί της αποφορολογημένης αξίας (60%) και του χονδρεμπορίου επί της λιανικής τιμής.. Εκείνο που ενδιαφέρει πρωταρχικά την πολιτεία είναι η βελτίωση των εσόδων και η ενίσχυση της κερδοφορίας της καπνοβιομηχανίας, ώστε να επιτευχθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας.
Η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3899/2010 ουσιαστικά θάλπει την οργάνωση της αγοράς των καπνοβιομηχανικών προϊόντων, όπως αυτή προσδιορίστηκε από τους παραπάνω παράγοντες. Η επίκληση της λειτουργίας του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς είναι προσχηματική, όπως υπήρξε και το 1992. Με την ρύθμιση αυτή έγιναν πλήρως αποδεκτές και αναπαρήχθησαν οι θέσεις της καπνοβιομηχανίας στη διαμόρφωση του συστήματος, και κυρίως η ρυθμιστική της παντοδυναμία μέσω του μηχανισμού ελέγχου της τιμής και η δεσπόζουσα θέση της στην επιβολή όρων συναλλαγής.
Ωστόσο, το σύστημα αυτό έχει φτάσει τα όριά του, διότι συγκροτείται σε αντιφατικούς παράγοντες. Στην Ελλάδα υπάρχουν σχεδόν τα φτηνότερα τσιγάρα στην Ευρώπη με την υψηλότερη φορολογία. Για να επιβιώσει το σύστημα αυτό, πρέπει η καπνοβιομηχανία να διατηρεί χαμηλό το κόστος διακίνησης του προϊόντος (χονδρεμπόριο – λιανεμπόριο). Γι’ αυτό, έχει διαμορφώσει σαφή προγραμματική θέση υπέρ της μεγαλύτερης δυνατής συγκέντρωσης της αγοράς, ώστε να ελαχιστοποιήσει το κόστος διακίνησης. Πρακτικά αυτό σημαίνει περιορισμό του αριθμού των σημείων λιανικής πώλησης, ώστε τα εναπομείναντα να αυξήσουν τα έσοδά τους από εκείνα που θα κλείσουν. Επίσης, κατάργηση του πρατηριακού συστήματος και γενίκευση του συστήματος της αντιπροσωπείας στο χονδρεμπόριο, ώστε να περιοριστεί το κόστος πρόσβασης στα σημεία μικρής λιανικής.
Όλα τα παραπάνω αντιστρατεύονται τον προνοιακό χαρακτήρα του περιπτέρου. Λόγω του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί, οι δικαιούχοι μειώνουν τα μισθώματα, επιδοτώντας ουσιαστικά το περίπτερο προς όφελος της καπνοβιομηχανίας. Σημεία πώλησης κλείνουν και ο προνοιακός χαρακτήρας του περιπτέρου ακυρώνεται. Επιχειρηματίες σπρώχνονται οι ίδιοι και οι οικογένειές τους στην ανεργία.
Για να εξυπηρετηθούν μάλιστα οι σκοποί της καπνοβιομηχανίας καλύτερα, επαναφέρεται η συζήτηση για θεσμοθέτηση ελάχιστης προμήθειας του λιανεμπορίου και του χονδρεμπορίου, χωρίς να γίνεται συζήτηση για τα ποσοστά, επί της αποφορολογημένης αξίας. Η πρόταση αυτή των καπνοβιομηχανιών διατυπώθηκε εκ του πονηρού, με στόχο την αναπαραγωγή και τη διατήρηση της ρυθμιστικής τους παντοδυναμίας. Επί της ουσίας η διάταξη αυτή δε θα κατοχυρώσει ελάχιστο κέρδος για το δίκτυο. Θα επισημοποιήσει απλώς τον κάθετο διαχωρισμό δικτύου και καπνοβιομηχανίας, δίνοντας το έναυσμα πλέον η καπνοβιομηχανία με θεσμοθετημένο το δικό της κέρδος να εξακολουθήσει να μειώνει την αποφορολογημένη αξία με νέες πτώσεις τιμών, διαθέτοντας φτηνότερο ακόμη τσιγάρο και αναπληρώνοντας τις όποιες απώλειες από τα καλύτερα μερίδια αγοράς.
Η απάντηση του δικτύου, δεδομένης της ακαμψίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πρέπει να συνοψιστεί στους παρακάτω αφορισμούς:
Α) Πλήρης απεξάρτηση του δικτύου από την τιμολογιακή πολιτική των καπνοβιομηχανιών. Όποιος έχει την ευθύνη διαμόρφωσης της λιανικής τιμής, πρέπει να έχει και την ευθύνη για το κόστος της εμπορικής του πολιτικής.
Β) Πλήρης απεξάρτηση του δικτύου από τις διακυμάνσεις της φορολογίας. Αυτές πρέπει να επιβαρύνουν μόνο τον καταναλωτή και όχι το δίκτυο.
Γ) Πλήρης απεξάρτηση του δικτύου από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Εφόσον το δίκτυο δεν ελέγχει τις τιμές και δεν έχει περιθώρια για καλύτερες τιμές, πρέπει να ζει αξιοπρεπώς και όταν το ακριβό τσιγάρο πουλάει λιγότερο και ότ5αν το φτηνό πουλάει περισσότερο.
Με τις πρόσφατες ρυθμίσεις, είναι προφανές ότι η πολιτεία συνέκλινε με την καπνοβιομηχανία, αρνούμενη να εξαντλήσει τα κανονιστικά της εργαλεία για την ρύθμιση της αγοράς και εκχωρώντας το ρυθμιστικό μονοπώλιο της νομοθετικής της λειτουργίας σε αυτήν.
Το πρόβλημα είναι κατά πόσο υπάρχουν προϋποθέσεις νέας ισορροπίας στις σχέσεις της για την καπνοβιομηχανία, αφού αυτή αρνείται πλέον κάθε συμφωνία μαζί της για το ύψος των τιμών και τους όρους διαμόρφωσής της.
Θα συνταχθεί η πολιτεία μέχρι τέλους με την πλήρη επιβολή των όρων της καπνοβιομηχανίας στην αγορά, αποδεχόμενη μέχρι και την ακύρωση των φορολογικών και προνοιακών της σκοπών;
Θα αποδεχθεί η πολιτεία την αναθεώρηση της αγοράς σε βάρος του δικτύου με στόχο μία νέα ισορροπία που θα διασώζει τις φορολογικές της επιδιώξεις;
Οι λιανέμποροι, ως πολίτες, θα αποδεχθούν ως πειθήνιοι κομπάρσοι την εξαφάνισή τους στα πλαίσια των ανταγωνισμών και της λυκοφιλίας των κυρίων παικτών της αγοράς, ήτοι της πολιτείας και της βιομηχανίας;
Γιατί τελικά η δήθεν «απελευθέρωση» των επαγγελμάτων και των αγορών είναι επιλεκτική; Αποτελεί μήπως το πρόσχημα για την διαμόρφωση νέων συσχετισμών δυνάμεων με στόχο την επιβολή όρων οικονομικής συναλλαγής από τους ισχυρούς;
Μήπως τελικά αυτή είναι η ασκούμενη πολιτική; Η βελτίωση εσόδων κράτους και καπνοβιομηχανίας σε βάρος του δικτύου;
Αν η συνέχεια είναι στις οθόνες, καλύτερα να μην παίξει αυτό το έργο για το περίπτερο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου