του Κώστα Μπετινάκη
«Ο τεχνοκράτης δεν έχει συνείδηση, δεν έχει τοποθέτηση μέσα στην κοινωνική δομή. Είναι πληρωμένο χέρι. Είναι όπως πληρώνεις κάποιον για να κάνει μια δολοφονία, πληρώνεις τον τεχνοκράτη να σου βγάλει τη δουλειά. Λοιπόν ‘τεχνοκράτης’ δεν είναι ουδέτερη λέξη.» (Aνδρέας Παπανδρέου – Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδικών Οργανώσεων ΠΑΣΟΚ, 10-7-75 )…
Αφορμή μου έδωσε μια κόπια της χιλιοειπωμένης ιστορίας του Ρομπέν των Δασών, που είδα χτες βράδυ και κάπου εκεί με πήρε ο ύπνος. Ο κακός φεουδάρχης ληστεύει το φτωχό λαό και το πρώην αρχοντόπουλο που γίνεται επαναστάτης κυνηγημένος από τον φεουδάρχη , κλέβει τους πλούσιους για να δώσει στους φτωχούς, ώσπου να πάρει κι αυτός τον τίτλο που του αξίζει και να γίνει άρχουσα τάξη (πάλι) κι αυτός…
Στο νου μου λοιπόν ξανάρθε μια παιδική ιστορία, που επαναλάμβανα σαν εκνευριστικό παιχνίδι και λέει:
Ένας παπάς είχε μια γάτα που πολύ την αγαπούσε.
Αλλά επειδή φοβόταν μη του φάει της αυλής του τα’ άσπρα περιστέρια, την μαγκώνει, την σκοτώνει και βαθειά στη γη τη χώνει.
Κι επάνω στην ταφή της βάνει την επιγραφή της:
Ένα παπάς είχε μια γάτα, που πολύ την αγαπούσε. Αλλά επειδή φοβόταν μη του φάει της αυλής του τ’ άσπρα περιστέρια,την μαγκώνει, την σκοτώνει και βαθειά στη γη τη χώνει. Κι επάνω στην ταφή της βάνει την επιγραφή της: Ένα παπάς είχε μια γάτα, που πολύ την αγαπούσε. Αλλά επειδή φοβόταν …και πάει λέγοντας – όσο αντέξεις.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται με τις πρέπουσες αναλογίες της εποχής. Νομίζουμε πως οι καιροί άλλαξαν, πως έχουμε δημοκρατία- πού ΄σαι καημένε Σόλωνα- και πως αποφασίζουμε για τη ζωή μας, έστω με τις διορθωτικές κινήσεις κάθε άς πούμε -θεωρητικά- τέσσερα χρόνια.
Θα θυμίσω μια παρομοίωση που συχνά μου έλεγε ο φίλος μου ο Σπύρος Κ.: «…Είναι σα την γραφομηχανή. Με κάθε πάτημα του πλήκτρου ο κύλινδρος προχωράει αριστερά. Και στο τέλος της αράδας με μια σφαλιάρα, γυρνάει όλο δεξιά…»
Αγωνίστηκε λοιπόν, ο λαός της Αιγύπτου για παράδειγμα να διώξει τον δυνάστη του. Και τι κατάφερε; Ή για να πάμε στη Λιβύη. Πότε περνούσε καλύτερα ο λιβυκός λαός, επί του δικτάτορα Καντάφι, ή σήμερα με την αμερικανική επικυριαρχία; Αλλά θα τι θα μας έλεγαν αν ρωτούσαμε –τι λέω τώρα- έναν αφγανό πολίτη… αλλά ποιον; Εκείνον που δουλεύει στα χωράφια των πολέμαρχων που με τις ευλογίες των αμερικανικών στρατευμάτων κατοχής καλλιεργούν παπαρούνες; Ή τον στρογγυλοκαθισμένο σε καλά φρουρούμενο γραφείο, στην αποκλεισμένη από παντού Καμπούλ, γραφειοκράτη, αν τώρα είναι καλύτερα, ή επί Ταλιμπάν…
Αλλά μην πάμε μακριά. Ρωτήστε μια γιαγιά, αν περνά καλύτερα σήμερα με τη σύνταξη των 500 ευρώ, απορώντας πως θα πληρώσει το χαράτσι με το λογαριασμό της ΔΕΗ, ή τον χειμώνα του ΄42 στην κατεχόμενη Αθήνα.
Είναι σαν εκείνους που κατηγορούσαν τους κακόμοιρους σοβιετικούς πολίτες που δεν μπορούν να αποκτήσουν διαβατήριο, που ωστόσο δεν είχαν χρήματα ούτε ν΄αγοράσουν διαβατήριο, όχι να διανοηθούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.
Κάποτε, γυρνώντας από ένα από τα επαγγελματικά ταξίδια μου στην αλήστου μνήμης Σοβιετική Ένωση, είχα πει ότι δεν θέλω ν΄ακούσω τη λέξη κομμουνισμός. Τώρα, πολλά χρόνια μετά, κι αφού ξαναπήγα στη Μόσχα του Πούτιν, που προσπαθεί να κρύψει την κομμουνιστική της ιστορία, θυμάμαι τη κουβέντα που είχα με έναν παλαίμαχο Ρώσο δημοσιογράφο, στην Ένωση Συντακτών της Μόσχας:
«Κάθε καθεστώς έχει τα μειονεκτήματά του. Εκείνη την εποχή όμως, δεν λογαριάζαμε το μέλλον. Είχαμε δωρεάν παιδεία, περίθαλψη και κυρίως δεν υπήρχε καν η έννοια της ανεργίας. Στην αλλαγή, επί Γιέλτσιν, χάθηκαν απ΄ την πείνα, δυο γενιές συνταξιούχοι…».
Χρονολογικά άλματα, προσπαθώντας να εξηγήσω που μας πάνε. Στην τηλεοπτική δικτατορία που ακούγονται μόνο επιλεγμένες φωνές –οπωσδήποτε και κάποιας διαμαρτυρίας. Απαλής, όσο πατάει η γάτα. Επειδή ο κόσμος, συγκεντρώνεται στις πλατείες διαμαρτύρεται, αλλά πόσο αντέχει; Το είδαμε το κίνημα στην Ισπανία, για λίγο κι εδώ, και τώρα πέρασε τον Ατλαντικό στην Γουόλ στρητ, εξαπλώθηκε και σ΄άλλες αμερικανικές πόλεις, αλλά μετά… Το έφαγε η επικαιρότητα. Σε κάθε προεκλογική περίοδο είναι εύκολη η αντιμετώπιση των ζητημάτων. Υποσχέσεις, που δεν είναι ανάγκη να κρατηθούν.
Όπως κι εδώ, Τι έχει ακούσει τ΄αφτάκι μας…
Τι προτείνεις; Είναι το πιο συνηθισμένο ερώτημα σ΄ όσους γκρινιάζουνΗ απάντηση είναι εύκολη. Η εφαρμογή της όμως πάρα πολύ δύσκολη. Σχεδόν αδύνατη: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!
Με την πραγματική της έννοια όμως. Όχι με την εφαρμοζόμενη.
Γι’ αυτό σας λέω. Υπάρχει και η εναλλακτική λύση. Αντί για τηλεόραση, ραδιόφωνο. Και μάλιστα αποκλειστικά Τρίτο Πρόγραμμα.
«Ο τεχνοκράτης δεν έχει συνείδηση, δεν έχει τοποθέτηση μέσα στην κοινωνική δομή. Είναι πληρωμένο χέρι. Είναι όπως πληρώνεις κάποιον για να κάνει μια δολοφονία, πληρώνεις τον τεχνοκράτη να σου βγάλει τη δουλειά. Λοιπόν ‘τεχνοκράτης’ δεν είναι ουδέτερη λέξη.» (Aνδρέας Παπανδρέου – Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδικών Οργανώσεων ΠΑΣΟΚ, 10-7-75 )…
Αφορμή μου έδωσε μια κόπια της χιλιοειπωμένης ιστορίας του Ρομπέν των Δασών, που είδα χτες βράδυ και κάπου εκεί με πήρε ο ύπνος. Ο κακός φεουδάρχης ληστεύει το φτωχό λαό και το πρώην αρχοντόπουλο που γίνεται επαναστάτης κυνηγημένος από τον φεουδάρχη , κλέβει τους πλούσιους για να δώσει στους φτωχούς, ώσπου να πάρει κι αυτός τον τίτλο που του αξίζει και να γίνει άρχουσα τάξη (πάλι) κι αυτός…
Στο νου μου λοιπόν ξανάρθε μια παιδική ιστορία, που επαναλάμβανα σαν εκνευριστικό παιχνίδι και λέει:
Ένας παπάς είχε μια γάτα που πολύ την αγαπούσε.
Αλλά επειδή φοβόταν μη του φάει της αυλής του τα’ άσπρα περιστέρια, την μαγκώνει, την σκοτώνει και βαθειά στη γη τη χώνει.
Κι επάνω στην ταφή της βάνει την επιγραφή της:
Ένα παπάς είχε μια γάτα, που πολύ την αγαπούσε. Αλλά επειδή φοβόταν μη του φάει της αυλής του τ’ άσπρα περιστέρια,την μαγκώνει, την σκοτώνει και βαθειά στη γη τη χώνει. Κι επάνω στην ταφή της βάνει την επιγραφή της: Ένα παπάς είχε μια γάτα, που πολύ την αγαπούσε. Αλλά επειδή φοβόταν …και πάει λέγοντας – όσο αντέξεις.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται με τις πρέπουσες αναλογίες της εποχής. Νομίζουμε πως οι καιροί άλλαξαν, πως έχουμε δημοκρατία- πού ΄σαι καημένε Σόλωνα- και πως αποφασίζουμε για τη ζωή μας, έστω με τις διορθωτικές κινήσεις κάθε άς πούμε -θεωρητικά- τέσσερα χρόνια.
Θα θυμίσω μια παρομοίωση που συχνά μου έλεγε ο φίλος μου ο Σπύρος Κ.: «…Είναι σα την γραφομηχανή. Με κάθε πάτημα του πλήκτρου ο κύλινδρος προχωράει αριστερά. Και στο τέλος της αράδας με μια σφαλιάρα, γυρνάει όλο δεξιά…»
Αγωνίστηκε λοιπόν, ο λαός της Αιγύπτου για παράδειγμα να διώξει τον δυνάστη του. Και τι κατάφερε; Ή για να πάμε στη Λιβύη. Πότε περνούσε καλύτερα ο λιβυκός λαός, επί του δικτάτορα Καντάφι, ή σήμερα με την αμερικανική επικυριαρχία; Αλλά θα τι θα μας έλεγαν αν ρωτούσαμε –τι λέω τώρα- έναν αφγανό πολίτη… αλλά ποιον; Εκείνον που δουλεύει στα χωράφια των πολέμαρχων που με τις ευλογίες των αμερικανικών στρατευμάτων κατοχής καλλιεργούν παπαρούνες; Ή τον στρογγυλοκαθισμένο σε καλά φρουρούμενο γραφείο, στην αποκλεισμένη από παντού Καμπούλ, γραφειοκράτη, αν τώρα είναι καλύτερα, ή επί Ταλιμπάν…
Αλλά μην πάμε μακριά. Ρωτήστε μια γιαγιά, αν περνά καλύτερα σήμερα με τη σύνταξη των 500 ευρώ, απορώντας πως θα πληρώσει το χαράτσι με το λογαριασμό της ΔΕΗ, ή τον χειμώνα του ΄42 στην κατεχόμενη Αθήνα.
Είναι σαν εκείνους που κατηγορούσαν τους κακόμοιρους σοβιετικούς πολίτες που δεν μπορούν να αποκτήσουν διαβατήριο, που ωστόσο δεν είχαν χρήματα ούτε ν΄αγοράσουν διαβατήριο, όχι να διανοηθούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.
Κάποτε, γυρνώντας από ένα από τα επαγγελματικά ταξίδια μου στην αλήστου μνήμης Σοβιετική Ένωση, είχα πει ότι δεν θέλω ν΄ακούσω τη λέξη κομμουνισμός. Τώρα, πολλά χρόνια μετά, κι αφού ξαναπήγα στη Μόσχα του Πούτιν, που προσπαθεί να κρύψει την κομμουνιστική της ιστορία, θυμάμαι τη κουβέντα που είχα με έναν παλαίμαχο Ρώσο δημοσιογράφο, στην Ένωση Συντακτών της Μόσχας:
«Κάθε καθεστώς έχει τα μειονεκτήματά του. Εκείνη την εποχή όμως, δεν λογαριάζαμε το μέλλον. Είχαμε δωρεάν παιδεία, περίθαλψη και κυρίως δεν υπήρχε καν η έννοια της ανεργίας. Στην αλλαγή, επί Γιέλτσιν, χάθηκαν απ΄ την πείνα, δυο γενιές συνταξιούχοι…».
Χρονολογικά άλματα, προσπαθώντας να εξηγήσω που μας πάνε. Στην τηλεοπτική δικτατορία που ακούγονται μόνο επιλεγμένες φωνές –οπωσδήποτε και κάποιας διαμαρτυρίας. Απαλής, όσο πατάει η γάτα. Επειδή ο κόσμος, συγκεντρώνεται στις πλατείες διαμαρτύρεται, αλλά πόσο αντέχει; Το είδαμε το κίνημα στην Ισπανία, για λίγο κι εδώ, και τώρα πέρασε τον Ατλαντικό στην Γουόλ στρητ, εξαπλώθηκε και σ΄άλλες αμερικανικές πόλεις, αλλά μετά… Το έφαγε η επικαιρότητα. Σε κάθε προεκλογική περίοδο είναι εύκολη η αντιμετώπιση των ζητημάτων. Υποσχέσεις, που δεν είναι ανάγκη να κρατηθούν.
Όπως κι εδώ, Τι έχει ακούσει τ΄αφτάκι μας…
Τι προτείνεις; Είναι το πιο συνηθισμένο ερώτημα σ΄ όσους γκρινιάζουνΗ απάντηση είναι εύκολη. Η εφαρμογή της όμως πάρα πολύ δύσκολη. Σχεδόν αδύνατη: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!
Με την πραγματική της έννοια όμως. Όχι με την εφαρμοζόμενη.
Γι’ αυτό σας λέω. Υπάρχει και η εναλλακτική λύση. Αντί για τηλεόραση, ραδιόφωνο. Και μάλιστα αποκλειστικά Τρίτο Πρόγραμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου